Καλώς ήρθατε στον SERRA RADIO καλή σας διασκέδαση
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΡΘΡΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Τα Καλαντόφωτα στον Πόντο, τότε και τώρα.της Μυροφόρας Ε. Ευσταθιάδου Υποψ. Διδ. Λαογραφίας

 Τα Καλαντόφωτα, το Δωδεκαήμερο δηλαδή από τα Χριστούγεννα έως τα Φώτα ήταν για τους Έλληνες του Πόντου μια περίοδος με πληθώρα μαγικών στοιχείων και προχριστιανικών επιβιώσεων. Είναι ημέρες που ξεφεύγουν από τον καθημερινό χρόνο και την κανονικότητα της ζωής και περνούν στον «ιερό» χρόνο. Μεταξύ των λαϊκών ανθρώπων υπάρχει ένα άτυπο «συμβόλαιο», άγραφοι νόμοι δηλαδή που προστάζουν πώς πρέπει να δράσουμε τις συγκεκριμένες μέρες για να αποφύγουμε τα δαιμόνια και να εξασφαλίσουμε την «ευετηρία» της νέας χρονιάς.

 

Τους κανόνες που θέτει το «συμβόλαιο» αυτό ακολουθούν όλοι, ανεξαιρέτως αν πιστεύουν στην αποτελεσματικότητά τους περισσότερο ή λιγότερο. Οι «ρόλοι» είναι γνωστοί και διακριτοί. Άλλος ο ρόλος του σπιτονοικοκύρη, άλλος της γυναίκας του σπιτιού κι άλλος του παιδιού. Όλοι, συντεταγμένα, συμμετέχουν στα «έθιμα» που τους παραδόθηκαν, διαμορφώνοντας έτσι τα «ήθη» της κάθε εποχής. Ήθη και έθιμα, λοιπόν, επιβιώνουν μέσα στο χρόνο και το παρελθόν «ζει» μέσα από τη ζωή του παρόντος.

 

Το 1940 ο μελετητής της ελληνικής λαϊκής θρησκείας Martin Nilson παρατηρεί ότι «ο Χριστιανισμός εύκολα σάρωσε τους μεγάλους Θεούς (π.χ. τη θέση του Ποσειδώνα πήρε ο Άγιος Νικόλαος) αλλά οι μικρότεροι δαίμονες της λαϊκής πίστης αντιστάθηκαν με πείσμα. Στην ποντιακή παράδοση (και όχι μόνο) αντιστάθηκαν οι Καλλικάντζαροι, τα ιδιαίτερα αυτά δαιμόνια, που εμφανίζονται μόνο τα Καλαντόφωτα. Πίστευαν ότι ο Άδης είναι «ανοιχτός» αυτές τις μέρες και ότι οι ψυχές παίρνουν διάφορες μορφές. Έτσι, λοιπόν, έπρεπε να εφευρεθούν τρόποι, ώστε να κρατήσουν μακριά από κάθε σπίτι τα δαιμόνια αυτά. Ο πιο διαδεδομένος και... αποτελεσματικός τρόπος, σ΄ολόκληρο τον Πόντο, ήταν το καλαντοκούρ΄. Ήταν ένα χοντρό κούτσουρο που έκαιγε στο τζάκι κάθε βράδυ, ιδιαίτερα, όμως, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Η φωτιά κρατά μακριά το δαιμόνιο και... ακόμα κι αν τολμήσει να πλησιάσει, το καίει! Έτσι εξηγούσαν τους περίεργους θορύβους στο τζάκι. Αν για κάποιο λόγο έσβηνε η φωτιά, το θεωρούσαν κακό σημάδι. Σε κάποιες περιοχές του Πόντου, «καλαντοκούρ’» ονομάζουν τη λεπτή βέργα που τοποθετούν πάνω στη βασιλόπιτα, κυρίως τα πρωτότοκα παιδιά, λέγοντας:

 

«Εξέβαμε ασ΄σην κακοχρονίαν, εσέβαμε σην καλοχρονίαν,

υ΄είαν κι ευλο΄ίαν, δώσ΄τεν τ΄άλογον κριθάρια».

 

Ένα άλλο έθιμο που σχετίζεται άμεσα με την Πρωτοχρονιά είναι το «καλαντίασμαν τη πεγαδί΄». Τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς έπαιρναν το πρώτο νερό του χρόνου, από τα πηγάδια και τα ποτάμια. Είναι το λεγόμενο καλαντόνερον, το οποίο έφερναν στο σπίτι. Έπιναν όλοι από λίγο και ράντιζαν μ΄αυτό το σπίτι, την αυλή, τα χωράφια και τα ζώα τους. Αμίλητος έπρεπε να πάρει κανείς το νερό, αμίλητος να το φέρει σπίτι και αμίλητος να ραντίσει όλους τους παραπάνω χώρους. Αυτό συνέβαινε κυρίως «για να μη αγνεφεί η νερομάισσα τη πεγαδί΄». Μεταφορικά ερμηνεύεται ως εξής: το νερό, ως πολύτιμο στοιχείο της ζωής είναι ευπρόσβλητο στο «μάτι» των ανθρώπων.

 

«Σο καλαντίασμαν τη πεγαδί΄» πήγαιναν κυρίως νέες κοπέλες, με διάφορα δώρα. Τοποθετώντας τα στο πηγάδι έλεγαν:«Κάλαντα καλός καιρός, πάντα και του χρόνου».

 

 

 

Πίστευαν πως η ροή του νερού σταματάει για λίγο, κατά την αλλαγή του χρόνου. Αν έβλεπε κάποιος αυτό το μαγικό φαινόμενο, ό,τι ζητούσε θα το αποκτούσε μέσα στον καινούργιο χρόνο, «θ΄ επλερούτον σα μουράτια τ΄». Παίρνοντας κανείς το νερό, δεν έπρεπε να γυρίσει πίσω. Γιατί θα έπεφταν τα άστρα του ουρανού και θα έσβηναν μέσα στο νερό. Τότε τα νερά «΄γνεφίζ΄νε». Αν γυρίσει κανείς πίσω να δει, θα αρρωστήσει ψυχικά. Γι αυτό και δεν πήγαιναν «σο καλαντίασμαν» οι λεχώνες. Άλλωστε, είναι γνωστό στην ποντιακή παράδοση ότι το κάθε πηγάδι φυλάττει ένα δαιμόνιο, ένας δράκος. Το νερό είναι βασικό στοιχείο ζωής. Η αλόγιστη χρήση του, δεν επιτρέπεται. Πρέπει, λοιπόν, να υπάρχει ένας ανασταλτικός παράγοντας για την αποφυγή της σπατάλης.

 

Οι νέες κοπέλες περίμεναν, όπως ανοίγει η βρύση, έτσι να ανοίξει και η τύχη τους. Για να εξευμενίσουν τη δύναμη και την αρνητική ενέργεια που μπορεί να προκληθεί από το νερό, προσέφεραν κυρίως μήλα και ξηρούς καρπούς. Τα ελεύθερα παλικάρια του χωριού παραμόνευαν και μόλις έφευγαν οι κοπέλες, έτρωγαν τα φρούτα. Αυτός που θα έτρωγε το μήλο της συγκεκριμένης κοπέλας, λέγεται ότι θα την ερωτευόταν και σύντομα θα την παντρευόταν. Η δύναμη του τόπου και του χρόνου που συνέβαινε το συγκεκριμένο περιστατικό, επενεργούσε με τρόπο μαγικό στο ζευγάρι. 

 

Η Ποντιακή παράδοση επιβεβαιώνει το γεγονός:

 

«Ανάθεμα π΄εκρέμιζεν το μήλον σο πεγάδιν

Το μήλον είχεν φάρμακον και το πεγάδ΄μα΄είας

Μα΄εύ΄ εμέν, μα΄εύ΄ κι εσέν΄, μα΄εύ΄ τοι δυ΄ς εντάμαν

Η κόρ΄μα΄εύ΄ Ελλενικά, ρωμαίικα παλικάρια...»

 

Τα Καλαντόφωτα συναντάμε και πολλά άλλα έθιμα στον Πόντο, περισσότερο ή λιγότερο γνωστά, τα χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, τα κάλαντα των Φώτων, το δρώμενο των Μωμό΄ερων, τη βασιλόπιτα, τα λαβάσια και τα τριγώνια, τα κοκκία των Φώτων και άλλα, για τα οποία έχουν γίνει εκτενείς αναφορές. 

 

Ας σταθούμε μόνο σε δύο έθιμα τα οποία έχουν ιδιαίτερη σημασία γιατί διατηρούνται και σήμερα στον Πόντο. Στις ποντιόφωνες εστίες της Τραπεζούντας, στην Τόνυα, στη Ματσούκα, στην κοιλάδα του Όφεως ποταμού και στα χωριά των Σουρμένων, στις 13 Ιανουαρίου, παραμονή Πρωτοχρονιάς με το παλαιό ημερολόγιο, ομάδα μεταμφιεσμένων με γέρον, γραία, νύφεν, άρκον, πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας ένα άδειο τσαντάϊ. Το τσαντάϊ γεμίζει με αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς. Στο χωριό Άνωθος του Όφεως ποταμού, η ομάδα μεταμφιεσμένων φωνάζει απ΄έξω στο σπιτονοικοκύρη:

 

- Καλαντάρ΄, Καλαντάρ΄ επάν΄ αρ΄ νικόν, επουκά θελ΄κόν σο σαρπί σ΄ πολλά περεκέτια!

- Ντό θέλεις;(λέει ο σπιτονοικοκύρης) Ζαχρέν έν΄. Κριθάρ΄έν΄. Τσίρια είν΄. Κιούπ΄απίδια είν΄.Μήλα είναι. Ούβας είν΄. Λευτοκάρια είν΄. Ρούχα είν΄. Παράν έν΄... Ντό θέλεις;

- Ας΄ούλα απ΄ολίγον!!!

 

Απαντούν οι μεταμφιεμένοι. Το έθιμο το ονομάζουν σε άλλα χωριά Kalandar, ή Momoyer ή Κοντσολόσια ή Korkoncolos, δηλαδή Καλλικάντζαροι. Η ευχή «επάν΄αρνικόν , επουκά θελ΄κόν» θυμίζει και τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα της ευρύτερης περιοχής Αργυρούπολης:

 

«Αε-Βασίλης έρχεται αση Λιαρί μερέαν,

φορτούται τρανόν δίσακκον, γομάτον ευλο΄ίας,

αν δί΄τε μας καλόν παχτσίσ΄, αν δί΄τε άσπρα παράδες,

να γεννούνε τα χτήνια ΄σουν, ν΄εφτάν΄θελ΄κά μουσκάρια,

να γεννούν και τα πρό΄ατα, ν΄εφτάν΄ άσπρα αρνόπα,

να ΄ίνταν τα γεννήματα, τ΄αμπάρια να γομούνταν,

να έρχουνταν κι οι ξενιτιάρ΄με τα πολλά γορόσια».

 

Ένα ακόμη έθιμο διατηρείται στη Σινώπη σήμερα, θυμίζοντας ένα αντίστοιχο που συνέβαινε στα παράλια του Πόντου, πριν τον ξεριζωμό. Κορίτσια και γυναίκες τότε κατέβαιναν στη Μαύρη Θάλασσα μ΄ένα σκεύος γεμάτο κορκότα. Τα έριχναν στη θάλασσα και γέμιζαν το σκεύος με νερό και βότσαλα. Ράντιζαν όλο το σπίτι και ένα βότσαλο το τοποθετούσαν στο σκεύος που έκαναν ζύμη για... να υπάρχει αφθονία στα οικιακά εφόδια (όσα και τα βότσαλα της θάλασσας δηλαδή).

 

Στους δρόμους της Σινώπης σήμερα, οι κάτοικοι κατασκεύασαν ξύλινα καράβια, όπου τοποθέτησαν βότσαλα από τη Μαύρη Θάλασσα. Γυρίζουν σε όλες τις γειτονιές της πόλης και οι κάτοικοι ρίχνουν μέσα στα καράβια φρούτα και ξηρούς καρπούς, φωνάζοντας: Χελέσσα, γιαλέσσα, έγιαμόλα, έγιαλέσσα.

 

Επανερχόμαστε στο Δωδεκαήμερο στον Πόντο και στα Φώτα, οπότε και ανοίγουν οι ουρανοί, τα ζώα μιλούν στο μαντρί και με τον καθαγιασμό των υδάτων εξαφανίζονται, κατά τη λαϊκή δοξασία όλα τα δαιμόνια και επιτυγχάνεται η έννοια του καθαρμού. Αντί κάποιου εθίμου για τα Φώτα, παραθέτω από τη Γη του Πόντου του Δημητρίου Ψαθά ένα απόσπασμα που περιγράφει τον εορτασμό των Θεοφανείων στην Τραπεζούντα, μία από τις τελευταίες χρονιές πριν τον ξεριζωμό:

 

Ασταμάτητα έπεφτε το χιόνι. Το κρύο ήταν τσουχτερό. Τα παλληκάρια ωστόσο, που θ΄αγωνιζόντουσαν, δεν έδειχναν να σκοτίζονται. Νέοι, γεροδεμένοι, βρισκόντουσαν από νωρίς στην παραλία. Κάθε ενορία είχε επιλέξει έναν. Άλλος από τον Αη Γρηγόρη, άλλος από την Αγιά Μαρίνα, τα Εξώτειχα, τον Άγιο Βασίλειο, τον Πόζτεπε και αλλού..... Αλλά να τη κιόλας κατεβαίνει η πομπή με το Μητροπολίτη Χρύσανθο ντυμένον στα ολόχρυσα, με τους παππάδες, τους ψαλτάδες, τα εξαπτέρυγα..... Το χιόνι γίνεται όλο και πιο πυκνό κι ο αέρας όλο και πιο μανιασμένος. Αργά-αργά προχωρεί η πομπή με ψαλμωδίες και φτάνει μέχρι την παραλία που ανεμοδέρνεται και θαλασσοχτυπιέται με βρόντους που αντιλαλούν σαν κανονιές στο Γκιουζέλ-Σαράι...

 

Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...

 

Με το σήκωμα του Σταυρού όλοι οι αγωνιστές πετάνε απ΄τους ώμους τα παλτά τους και χιμούν μέσα στα ολόρθα κύματα της Μαύρης Θάλασσας.... Που να βρεθεί ο Σταυρός μέσα σε τούτο κακό; ... Ποια ενορία νίκησε; Ο Αη Γρηγόρης; ο Αη Βασίλης; η Αγιά Μαρίνα; ο Πόζ τεπες; Ο νικητής αναψοκοκκινισμένος απ΄την προσπάθεια σκαρφαλώνει στη μικρή χερσόνησο και δίνει το Σταυρό στο Δεσπότη.... Και του χρόνου! Θεέ μου! Πότε τάχα θα μεγαλώσω κι εγώ να πιάσω το Σταυρό;

 

Η ευχή «πάντα και του χρόνου» που δίνουμε κάθε Πρωτοχρονιά, είναι ένα είδος υπόσχεσης. Η φράση «και του χρόνου», υπάρχει μόνο στην ελληνική γλώσσα. Λέμε πρώτα το «πάντα», αλλά αυτό είναι αρκετά αόριστο. Δίνουμε, λοιπόν, την υπόσχεση ότι και του χρόνου θα συνεχίσουμε την ίδια παράδοση, ακολουθώντας έτσι μια αλυσιδωτή, σταδιακή αλληλουχία.

 

Εν κατακλείδει, θα ήθελα να θέσω κάποια ερωτήματα στα οποία ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του ερμηνεία, ανάλογα με τα βιώματα και τα πιστεύω του. Γιατί διατηρούμε αυτά τα έθιμα; Γιατί κόβουμε βασιλόπιτα; Γιατί λέμε τα κάλαντα; Μήπως πιστεύουμε ακόμη σε δαιμόνια; Οι πρόγονοι μας στον Πόντο ήταν απλοϊκοί; Ήταν αφελείς; Η παράδοση είναι γραφική;

 

Τα έθιμα που δεν έχουν ποια χρηστική αξία έχουν στην πράξη καταργηθεί. Τα έθιμα που διατηρούμε και σήμερα έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης. Τα διατηρούμε ίσως για την αισιοδοξία που εμπνέει η ανάμνηση. Ίσως για τη γοητεία της αναπαράστασης. Κάποιοι γιατί πιστεύουν στην ευετηρία που προκαλούν τα έθιμα. Άλλοι γιατί είναι νοσταλγοί του παρελθόντος. Οι περισσότεροι, για να μη χαθεί η παράδοσή μας. Η αγωνία για τη διάσωση της παράδοσης, καθιστά την Παράδοση μια έννοια πιο δυνατή, ακόμη και από την πατρίδα. Μπορεί να μη ζούμε πια στον Πόντο, αλλά η Παράδοση έχει αναλάβει το βάρος, για εμάς τους Πόντιους να υποκαθιστά ακόμη και την ιστορική μας πατρίδα, τον Πόντο.

 

Έχουμε συμβολοποιήσει την έννοια της πατρίδας, μέσα από την Ποντιακή παράδοση. Έτσι, η έννοια της πατρίδας υπάρχει στο χρόνο και όχι μόνο σε ένα συγκεκριμένο τόπο. Η επιβίωση, η αναβίωση και η αναπαράσταση αυτών των εθίμων, λειτουργούν και «θεραπευτικά» στο τραύμα του ξεριζωμού.

 

Σήμερα η Παράδοση είναι το ίδιο επίκαιρη, καθώς η ανθρώπινη αγωνία, ο πόνος, η αγάπη, το θρησκευτικό συναίσθημα αποτελούν κοινές και διαχρονικές αναζητήσεις. Ο έντεχνος λαϊκός λόγος έχει σφυρηλατηθεί με τη λαϊκή σοφία και έχει συμπυκνωθεί σε ευχές, δοξασίες, τραγούδια και έθιμα. 

Ο θεσμός της οικογένειας… στον Πόντο

 Η οικογένεια έπαιζε πολύ σημαντικό ρόλο, για τους Έλληνες του Πόντου…

Ήταν το βασικότερο κύτταρο κοινωνικής οργάνωσης, στα χρόνια της δουλείας.

Επικεφαλής της ήταν το γηραιότερο αρσενικό μέλος, ο πάππος (παππούς) και ακολουθούσαν οι γιοί, ο καθένας με την γυναίκα του και τα παιδιά του. Αν ζούσε ο λυκοπάππους (προπαππούς), δηλαδή ο πατέρας του παππού, τότε η πρωτοκαθεδρία ανήκε σε αυτόν!

Αντίστοιχη ιεραρχία υπήρχε και στα θηλυκού γένους μέλη της οικογένειας.Λυκοκαλομάνα (προγιαγιά), καλομάνα ή τρανέσα μάνα (γιαγιά), μάνα κλπ.

Επειδή η μακροζωία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στους χρόνους εκείνους, όπου οι πρώιμοι γάμοι ήταν κάτι το συνηθισμένο, στις περισσότερες οικογένειες υπήρχαν λυκοκαλομάνα και λυκοπάππος. Συχνά μάλιστα ζούσαν και ο αρκοπάππος και η αρκοκαλομάνα (προπροπαππούς και προπρογιαγιά).

Η Ποντιακή λοιπόν διευρυμένη οικογένεια κατοικούσε σ’ ένα μεγάλο σπίτι ή σε περισσότερα. Υπήρχε όμως ένα κοινό ταμείο (κεσέ) που κρατούσε ο πιο μεγάλος σε ηλικία άνδρας.

Η οικογένεια παρέμενε αρραγής, εφόσον στην κορυφή της πυραμίδας υπήρχε άρρεν πρόσωπο, ο παππούς, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μελών της.

Μετά το θάνατο του άρρενος αρχηγού (παππού), κατά κανόνα διαλύονταν στις επιμέρους οικογένειες των δύο γενεών (πατέρας, μητέρα, παιδιά) που τη συνέθεταν. Η χήρα του αρχηγού πήγαινε με τον πρωτότοκο γιό, εφόσον δεν υπήρχαν στην οικογένεια ανύπαντρα παιδιά ή ανήλικα ορφανά από πατέρα, εγγόνια της, οπότε αναλάμβανε αυτή την προστασία τους, σαν αρχηγός χωριστής οικογένειας.

 

Στον Πόντο το κορίτσι ερχόταν στον κόσμο ισότιμο με το αγόρι, παρά την προτίμηση που υπήρχε στην απόκτηση αγοριού.

Τα «πρωτοτόκια» για παράδειγμα, το πανάρχαιο προνόμιο του πρώτου παιδιού της οικογένειας δεν ίσχυε μόνο για το αγόρι, αλλά αυτοδίκαια, και για το κορίτσι. Σαν πρωτικάρ (πρωτότοκο) παιδί στην οικογένεια, το κορίτσι, ήταν για τα υστερογέννητα αδέρφια «η τρανέσσα». Ο λόγος ο δικός της ήταν εκείνος που μετρούσε περισσότερο, μετά το λόγο της μητέρας.

Το κορίτσι μετά το γάμο έχανε την έως τότε ανέμελη ζωή του, μέσα στη θαλπωρή του πατρικού σπιτιού και τοποθετούνταν στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της ιεραρχίας, της οικογένειας του άντρα της. Στο δεύτερο σκαλοπάτι ανέβαινε μόνο αν τύχαινε να αποκτήσει η οικογένεια και άλλη νύφη, μετά από αυτήν.

Το στύμνωμαν ή μασ’, ήταν μια συνήθεια που στερούσε από τη νύφη το δικαίωμα ν’ απευθύνει το λόγο στον πεθερό της και της επέβαλλε να μιλάει με τους άλλους τόσο χαμηλόφωνα, ώστε να μην γίνεται καν αντιλοιπτή η φωνή της από εκείνον. Εκτός αν ο ίδιος της έδινε το δικαίωμα να του μιλάει ελεύθερα…

Η εικόνα της Ποντιακής οικογένειας στην ύπαιθρο του Πόντου, όπως φέναιται από την παραπάνω στεγνή περιγραφή της δομής και της εσωτερικής ζωής της,αδικεί την ποιότητα του ψυχικού κόσμου των προγόνων μας, σχετικά με την ταπεινοτική (όπως με μια πρώτη ματιά δείχνει) θέση της Πόντιας νύφης. Αλλά τα σχετικά με τη θέση της στην οικογένεια έθιμα, είχαν γενική ισχύ, τόσο για εύπορες όσο και για φτωχές οικογένειες.

Άλλωστε η ιεράρχηση ίσχυε και για τα αρρσενικά μέλη της οικογένειας, με διαβάθμιση περιορισμών και δικαιωμάτων και γι’ αυτά.

Πόντιοι και Κρητικοί!

 Κρήτες και Πόντιοι, συγγενικές σκέψεις και πόθοι και τραγούδια, με θείο δώρο, του Μουσηγέτη Απόλλωνα, την λύρα! Λυράρηδες και λαουτιέρηδες και το νταούλι, σαγηνεύουν την ψυχή και ανασταίνουν κάθε ώρα και στιγμή, με νοήματα βαθιά και στοχασμούς όλες τις ομορφιές του παρελθόντος. Ξυπνούν ακόμα και αρχέγονες μνήμες κι από την ομορφιά του Ομηρικού μύθου, γιατί η Μνήμη, η μάνα των Μουσών για τους αρχαίους Έλληνες, θύμιζε την χαρά και τον πόνο του παρελθόντος.

 

 

Λαός που την παράδοση, χάνει και δεν θυμάταιΣτον λήθαργο του μαρασμού, παντοτινά κοιμάται

 

 

Τραγουδούν την λεβεντιά, την χαρά και την λύπη, τους καημούς της ξενιτιάς, την πίστη στην πατρίδα, τον έρωτα της ζωής και την πανέμορφη φύση, που την εκφράζουν με πεντακάθαρες εικόνες.

 

 

Ο ήλιος οντέ πρωτοβγεί, ντρέπεται να προβάλειΓιατί τόνε θαμπώνουνε τ’ αγγελικά σου κάλλη

 

 

*Τ’ αρνί’ μ’ απάν΄ και σον παρχάρ’ χαμαίμηλον σωρεύειΟ ήλον όντες είδεν’ α, ΄κί θέλ’ να βασιλεύειΟ χορός, με τις γλήγορες τοξαριές της λύρας είναι τρόπος έκφρασης ζωής! Με την ζωντάνια τους και τις τρεμουλιαστές κινήσεις τους, Κρήτες και Πόντιοι, ενώνουν, χέρια καημούς και όνειρα.Λάμπει το ελεύθερο της ψυχής, πάλλετε το σώμα κι η καρδιά και το πνεύμα. Η Κρητική και η Ποντιακή ψυχή, που είναι δεμένες με την λύρα, φτάνουν, με διασκεδαστικό τρόπο, ακόμα και στην σάτιρα, που δεν θίγει, γιατί αυτοσατιρίζονται ακόμα και οι ίδιοι. 

 

 

Πόντιοι και Κρητικοί. Δύο λαοί με τόσα πολλά κοινά στοιχεία. Ποια είναι η αλήθεια για όλα αυτά και τι ενώνει τον Πόντο με την Κρήτη;Λάοι περήφανοι, οι Πόντιοι και οι Κρητικοί, αγαπούν με πάθος την παράδοσή τους, τα ήθη και τα έθιμα τους. Τα διατηρούν αναλλοίωτα στο πέρασμα των αιώνων και τα μεταδίδουν από γενιά σε γενιά. Οι ομοιότητές τους στη γλώσσα, την παράδοση, την φιλοξενία, την ενδυμασία, τη μουσική, τη λύρα και τον χορό είναι αναμφισβήτητεςΑυτές οι ομοιότητες δεν είναι τυχαίες. Συνδέονται ιστορικά για περισσότερα από χίλια χρόνια. Πώς όμως;Στην ναυτική εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά το 960μ.Χ, η οποία είχε σαν στόχο να εκδιώξει τους Σαρακηνούς από την Κρήτη, πήραν μέρος στρατιώτες από τον Πόντο και τότε εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρώτοι μετανάστες.Οι εσωτερικές μεταναστεύσεις  συνεχίστηκαν  για πολλούς αιώνες. Όπως αναφέρεται ιστορικά, το Φεβρουάριο του 1414, ο αρχηγός των Τραπεζούντιων Αμβράκιος Αντέρον Αρμίητος, ζήτησε από την ενετική Σύγκλητο να εγκατασταθούν στην Κρήτη 880 οικογένειες από την Τραπεζούντα του Πόντου.Έτσι χτίστηκε ένα χωριό κοντά στην Σητεία και ονομάστηκε Τραπεζούντα. Το 1648 το χωριό καταστράφηκε και σήμερα υπάρχουν μόνο λίγα ερείπια. Εκεί βρέθηκε και παράσταση με το μονοκέφαλο αετό των Κομνηνών της Τραπεζούντας. Υπάρχουν κι άλλα χωριά, των οποίων οι ονομασίες έχουν ρίζες Ποντιακές. Όπως Τσακώνη, Μαρουλά, Αττιπάς, Αργυρούπολη, Λιθίνε κ.α.Πολλοί ήταν οι Πόντιοι που μετανάστευσαν στην Κρήτη μετά την άλωση της Τραπεζούντας το 1461. Aκόμη και στην επανάσταση του 1821, Πόντιοι πολέμησαν στην Κρήτη, όπως ο Αλέξης Μαυροθαλασσίτης, ο οποίος έπεσε σε μάχη και θάφτηκε στα Κρητικά χώματα.Με την Μικρασιατική καταστροφή και την γενοκτονία των Ποντίων το 1922, πολλοί Πόντιοι κατέφυγαν στην Κρήτη και έμειναν για πάντα εκεί, βρίσκοντας αγάπη και θαλπωρή από τους φιλόξενους κατοίκους της.Αναφέρεται ότι ο Τζιάκομο Κορνάρο, πατέρας του Βιτσέντζου, κατοικούσε στην Κρητική Τραπεζούντα. Στον Ερωτόκριτο συναντάμε λέξεις από την ποντιακή διάλεκτο όπως κρούζω, ο ψέλλον, κιντέα, κομπώνω, χάλκωμαν, κ.αΗ παράδοση λέει ότι οι Κρητικοί, βλέποντας του Πόντιους να χορεύουν τον χορό «τικ», τους θαύμασαν τόσο που  δημιούργησαν έναν άλλο και τον ονόμασαν Λαζώτη (από τους Λαζούς).Όμως πέρα από τα ιστορικά στοιχεία που τους ενώνουν, υπάρχει πραγματική αγάπη μεταξύ τους. Αυτό γίνεται φανερό όταν τυχαίνει να συναντηθούν Πόντιοι με Κρητικούς σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις. Πολύ συχνά μάλιστα, σύλλογοι Ποντίων και Κρητών, οργανώνουν από κοινού εκδηλώσεις πολύ επιτυχημένες και εντυπωσιακές, όπου η λεβεντιά κι η περηφάνεια κυριαρχούν.Μέχρι και επιχειρήσεις δημιουργούνται, με συνεργασία κρητικών και ποντίων, όπως το κρεοπωλείο Ο Πόντιος & ο Κρητικός.Στις φλέβες των Κρητικών κυλάει ποντιακό αίμα ή στις φλέβες των Ποντίων κρητικό; Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα;Όπως και να έχει, η αλήθεια μπορεί να βρίσκεται στους στίχους του τραγουδιού, που ερμηνεύουν ο Ν. Ζωιδάκης με τον Κ. Καζαντζίδη «Οι Πόντιοι κι οι Κρητικοί».Οι Πόντιοι κι οι Κρητικοίόπου και να βρεθούνετσίπουρο πίνουν και ρακίκι οι λύρες κελαηδούνε…